- κουδουνάκι
- το1. μικρό κουδούνι2. μουσ. μικρό ιδιόφωνο όργανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουδουνάκι — το υποκορ. του κουδούνι μικρό κουδούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωδωνίσκος — ο [κώδων] μικρό κουδούνι, κουδουνάκι … Dictionary of Greek
κωδωνίτσιν — κωδωνίτσιν, τὸ (Μ) κουδουνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. κρασ ίτσιν, κρομμυδ ίτσιν)] … Dictionary of Greek
κόθρο — και κόθουρο, το ξύλινο περιλαίμιο αιγοπροβάτων από το οποίο κρεμιέται το κουδουνάκι … Dictionary of Greek
μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… … Dictionary of Greek
cozonac — COZONÁC, cozonaci, s.m. Prăjitură făcută din aluat dospit, frământat cu ouă, lapte, unt, zahăr şi ingrediente. – cf. bg. k u z u n a k . Trimis de LauraGellner, 30.07.2004. Sursa: DEX 98 COZONÁC s. (Transilv.) colac. (Un cozonac cu nucă.)… … Dicționar Român